- παγοθραύστης
- ο1. όργανο τοποθετημένο στην πρώρα ειδικού πλοίου, το οποίο χρησιμεύει στο σπάσιμο τών πάγων2. συνεκδ. ειδικό πλοίο που φέρει στην πρώρα του όργανο κατάλληλο να σπάζει πάγους και να ανοίγει δρόμο ανάμεσα από τις παγωμένες επιφάνειες τών θαλασσών, το παγοθραυστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + θραύστης (< θραύω), πρβλ. κυματο-θραύστης].
Dictionary of Greek. 2013.